πραισιμνώ

πραισιμνώ
-άω, Α
πιθ. βλ. προαισιμνῶ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαισυμνώ — και. προαισιμνῶ και πραισιμνῶ, άω, Α 1. είμαι πρόεδρος συλλόγου αισυμνητών 2. παθ. προαισυμνοῡμαι, έομαι (για πράξεις) γίνομαι από τον πρόεδρο συλλόγου αισυμνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰσυμνῶ «κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”